Εσύ, γιατί αγαπάς τον εαυτό σου;


          Σερφάροντας στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή γνωρίζοντας καινούριους ανθρώπους και τις ιστορίες τους έρχομαι συχνά αντιμέτωπος με εκατοντάδες ιστορίες ανθρώπων που θα σου πουν ότι «δεν τους αξίζει να αγαπηθούν», ότι «υπάρχουν πολλοί καλύτεροι από εκείνους», ότι «ερωτεύτηκαν/ αγάπησαν/ νοιάστηκαν για τον ένα και μοναδικό και τώρα μόνο το θαύμα να επιστρέψει θα τους σώσει». Κλαίνε, οδύρονται, ξεσπάνε, δεν αντέχουν τον ίδιο τους τον εαυτό και τον πνίγουν άλλοτε στην αυτολύπηση και άλλοτε  στην βουή του κόσμου. Καμιά φορά και στα δυο…

          Σκεφτόμενος λοιπόν όλα αυτά δημιουργήθηκε μια ερώτηση-μομφή θα έλεγε κανείς- στο μυαλό μου: Εσύ, γιατί αγαπάς τον εαυτό σου;
 
          Και την ονομάζω μομφή διότι μοιάζει να σε βάζει στο εδώλιο του κατηγορημένου! Εσύ, που κατακρίνεις και υποβιβάζεις συνεχώς τον εαυτό σου, εσύ που τον θυσίασες έτσι άκοπα και άσκοπα σε μια σχέση μονόπλευρη και καταχρηστική, εσύ που τώρα πνίγεις στα ποτά και στα ξενύχτια ότι απέμεινε από αυτό τον κατακερματισμένο εαυτό, εσύ, γιατί και πως τον αγαπάς τον εαυτό σου;

Βλέπεις ο εαυτός είναι ο χειρότερος εχθρός μας! Δεν ξεφεύγεις ποτέ από αυτόν, σε παρακολουθεί 24/7, κρίνει κάθε σου πράξη καλή ή κακή... Όμως σε ένα πράγμα παραμένει ο καλύτερος φίλος! Σου λέει πάντα την αλήθεια.. Όχι αυτή που θες να ακούσεις, ούτε αυτή που ισχύει για τον υπόλοιπο κόσμο και την κοινωνία… Σου λέει αυτή που ενδόμυχα ισχύει για σένα… Αυτή που αν όλα έβαιναν καλώς, που αν δεν υπήρχε ο φόβος της αποτυχίας ή της κατακραυγής (ακόμα και από σένα τον ίδιο) θα γύριζες και θα φώναζες περίτρανα ότι ισχύει για σένα.

Κάπου έφαγες ήττα, κάπου έφαγες απογοήτευση, κάπου οι προσπάθειες σου δεν αναγνωρίστηκαν και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά τα κάπου, εσύ έχανες κομμάτια του πάλαι άλλοτε χαρούμενου, αισιόδοξου, ελπιδοφόρου εαυτού σου! Τα άλλοτε λαμπερά, χρωματιστά ρούχα που έντυνες την ψυχή σου γίνανε πλέον μαυρισμένα, βρώμικα κουρέλια. Και ποιος αντέχει να του μιλά ένας βρωμιάρης κουρελιάρης, ένας ζητιάνος της προσοχής και της αξίωσης σου; Καλύτερα να τον πνίξουμε στην ζάλη του ποτού και του ξέφρενου ρυθμού των φώτων και της μουσικής! Έτσι θα πάψει να μιλάει και να μας παρασέρνει σε περιπέτειες που μόνο απώλεια κρύβουν στο τέλος τους…

Και έτσι καταλήγεις ο άκαρδος. Άπαυτούς μωρέ που στα αγγλικά τους λένε “Those who are heartless once cared too much”. Και η απορία μου εμένα είναι πως ένας άνθρωπος βλέπει ένα χτυπημένο ζωάκι στο δρόμο, βλέπει ένα κακοποιημένο παιδάκι στη γειτονιά, μια κατακρεουργημένη αθώα ψυχούλα τελοσπάντων και φέρνει τον κόσμο τούμπα ανάποδα για να το βοηθήσει και να το γιατρέψει…και τον εαυτό του, που κατακρεουργήθηκε και ψυχορραγεί (και δικαιολογημένα διότι μέχρι πρότινος και αυτός μια αθώα ψυχούλα ήταν), επιμένει να τον αποτελειώνει με αυτό τον τρόπο;

Θα βρω, λέει, έναν άνθρωπο που θα με αγαπά και μια μέρα θα μου κάνει μια τέτοια αγκαλιά που θα ενώσει όλα μου τα κομμάτια! Αμ δε, λέω εγώ! Είναι ωραίο το όνειρο αλλά δεν συμβαίνουν συχνά τέτοιοι θαυματοποιοί στην ζωή μας! Χώρια που διακρίνω και μια υποψία ζητιανιάς! Διότι αφού σκαρφίστηκες (ένας Θεός ξέρει) πόσους τρόπους για να ξεφορτωθείς τον ζητιάνο εαυτό σου, τελικά δεν το κατάφερες, και καταλήξατε πια παρέα να ζητάτε βοήθεια και ελεημοσύνη από τους άλλους, μπας και τον καταφέρεις και ηρεμήσει…

Η αγάπη χαρίζεται, δεν ζητιανεύεται! Ο μόνος που έχει δικαίωμα να ζητιανέψει αγάπη, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός! Και ο μόνος που οφείλει να του παραχωρήσει αγάπη, είσαι εσύ ο ίδιος που τον άφησες (εν άγνοια ή εν γνώση σου) να γίνει έτσι. 

Και όταν θυμηθείς τους λόγους που αγαπάς τον εαυτό σου, να δεις που θα αγκαλιάσεις εκείνο τον κουρελιάρη ζητιάνο, θα τον ντύσεις πάλι με χαρούμενα, αισιόδοξα χρώματα, θα του υποσχεθείς ότι θα τον προσέχεις γιατί τώρα ξέρεις πώς να το κάνεις και θα ακούσεις και τα  δικά του ξεσηκωτικά λόγια για νέες περιπέτειες. Τότε, να με θυμηθείς, θα καταφέρεις να πράξεις κάποια στιγμή και το «Αγαπάτε αλλήλους, ωσάν εαυτό».

Εσύ, αλήθεια, γιατί αγαπάς τον εαυτό σου;  






 Υγ.Το κείμενο αυτό είναι αφιερώμενο σε ένα φίλο μου, που οι απογοητεύσεις της ζωής τον αλλάξανε άρδην και, όπως και οι πιο πολλοί από μας, έριξε την αυλαία, για να κρύψει από τους άλλους το γεμάτο πληγές πια παιδί που κάποτε ήταν γεμάτο χαρά, αισιοδοξία και ζωή. «Κράτα, παιδί μου γερά, ο μπαμπάς ακόμα σ’ αγαπάει»